Ο Μάγειρας κι ο Νοικοκύρης

Οι πρωταγωνιστές αυτής της μικρής ιστορίας είναι δύο. Ο «Μάγειρας» κι ο «Νοικοκύρης». Εδώ και τρία χρόνια, η μοίρα τους έφερε μαζί, να παίζουν μουσική σε ταβέρνες. Κυρίως ρεμπέτικα. Και από τα γνωστά και από τα άγνωστα. Ε, πού και πού παίζουν και κανένα Μάλαμα. Ο Μάγειρας παίζει κιθάρα. Ο Νοικοκύρης μπουζούκι. Αυτήν την χρονιά τελειώσανε νωρίς από το μαγαζί. Ούτε τον Απρίλιο δεν βγάλανε. Κάπου στη μέση του καλοκαιριού ο Μάγειρας πήγε στο σπίτι του νοικοκύρη για να παίξουνε.  Απόγευμα γύρω στις οχτώ:

Μάγειρας: Ρε ‘συ, χτες έγραψα ένα στιχάκι! (Ο Μάγειρας πάντα έλεγε στο Νοικοκύρη ότι ενώ γράφει μουσική δεν μπορεί να γράψει στίχους.)

Μάγειρας: Ρε ‘συ, τι γίνεται με τις τράπεζες και τα δάνεια; Παίρνουν τα σπίτια του κοσμάκη!

Με αφορμή αυτό του ήρθε η έμπνευση. Είπε το στιχάκι στο Νοικοκύρη. Ένα τετράστιχο ήταν. Ο Νοικοκύρης δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ούτε κατάλαβε τι ήθελε να πει μ’ αυτό ο Μάγειρας.

Άργησαν να βγάλουν τα όργανα, είχε ζέστη. Τι να σου κάνει κι ένας παλιός ανεμιστήρας! Πολύ αργότερα ο Μάγειρας πήρε στα χέρια το μπουζούκι. Ο Νοικοκύρης πριν λίγο καιρό είχε ξετρυπώσει το μπαγλαμαδάκι του. Είχε χρόνια να το βγάλει από τη θήκη. Εδώ κι ένα μήνα περίπου έπαιζε μια μελωδία, μόνο με το μπαγλαμαδάκι. Αν και είχε να παίξει τη μελωδία καμιά βδομάδα, μόλις πήρε το μπαγλαμαδάκι την ξαναθυμήθηκε.

Νοικοκύρης: Ρε Μάγειρα, κράτα λίγο ρε ματζόρε, μόνο ρε ματζόρε όμως, μην αλλάξεις ακόρντο!

Κράτησε ρε ματζόρε ο Μάγειρας, έκανε και κάτι γεμίσματα όπως μόνο αυτός ξέρει να κάνει. Κι ο Νοικοκύρης έπαιζε τη μελωδία. Του είχε σφηνωθεί στο μυαλό, του Νοικοκύρη, από την πρώτη φορά που είχε παίξει αυτήν τη μελωδία, ότι μόνο ρε ματζόρε θέλει, δε χρειάζεται άλλο ακόρντο. (Ο Νοικοκύρης είναι αυτοδίδακτος, γι αυτό και δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ταιριάζει μουσικά.) Παίξανε τη μελωδία δυο τρεις φορές συνεχόμενα.

Νοικοκύρης: Μαγειράκο, πάμε να το παίξουμε άλλη μια φορά, είναι πολύ καλό, είναι όπως το φαντάστηκα!

Ξεκινάνε πάλι, κι ο Μάγειρας τραγουδάει το στιχάκι του! Εκείνο το μικρό τετράστιχο, που ο Νοικοκύρης το είχε ήδη ξεχάσει!

Νοικοκύρης: Ρε μάγειρα, είναι πολύ καλό! Να το γράψουμε!

Μάγειρας: Πώς; Πού;

Νοικοκύρης: Έχω ένα μικροφωνάκι που το συνδέω στον υπολογιστή. Θα το παίξουμε δύο φορές μήπως και κάνουμε λάθος την πρώτη! (Άνοιξε τον υπολογιστή ο Νοικοκύρης και το ηχογράφησαν. Με τη μία. Χωρίς πρόβα!)

Το παίξανε δυο φορές συνεχόμενα, έκανε και κάτι σαν σόλο ο Νοικοκύρης στο τέλος, ο Μάγειρας αυτοσχεδίαζε με γεμίσματα πάνω στο ρε ματζόρε και κλείσανε μαζί, λες και ήταν κάτι που το είχαν ξαναπαίξει!

Η ηχογράφηση άθλια, με πολύ θόρυβο και τον ανεμιστήρα ν’ ακούγεται πιο πολύ από τα όργανα! Σαν να είχε γίνει σε κάποια βουνοκορφή με τον αέρα να φυσάει!

Δεν το ξαναπαίξανε ποτέ!

Ο νοικοκύρης το βάζει και το ακούει καμιά φορά κι αναρωτιέται: «Μπορεί να ηχογραφηθεί πάλι άραγε; Θα είναι το ίδιο; Όποιοι κι αν το παίξουν! Όποιοι κι αν το τραγουδήσουν! Όποιοι κι αν το ενορχηστρώσουν…»